Γράφει: Ψαριανός Βασίλης
Ρώτησε κάποιος το Σωκράτη πώς θα μπορούσε να γίνει πλούσιος και ο Σωκράτης τού απάντησε: «αν γίνεις φτωχός στις επιθυμίες».
Οι πρόγονοί μας, οι παππούδες μας, ακόμα και οι πατεράδες μας ακολουθούσαν τη σοφή συμβουλή του Σωκράτη. Με την ολιγάρκεια και την εργατικότητά τους κατάφεραν να δημιουργήσουν τον «άριστον οίκον», ο οποίος κατά τον άλλο μεγάλο σοφό, τον Πιττακό το Μυτιληναίο, είναι «ο των περισσών μηδενός δεόμενος και των αναγκαίων μηδενός ενδεόμενος».
Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες ο πολύς κόσμος δεν ήξερε από πριμ, επιδοτήσεις, κοινοτικές ενισχύσεις ή αποζημιώσεις, ούτε βέβαια για πλαστικό χρήμα και πιστωτικές κάρτες. Όσο για τα τραπεζικά δάνεια αυτά ήταν για εκείνους που είχαν μπάρμπα στην Κορώνη ή μπάρμπα τραπεζίτη· άλλωστε οι πόρτες των τραπεζών, όπως και οι πόρτες των άλλων άντρων της εξουσίας, για τον απλό λαό ήταν επίφοβες, φαρδιές στο έμπα και στενές στο έβγα. Έτσι πορεύονταν στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις και σύμφωνα με την αρχή «κατά το πάπλωμα και το άπλωμα».
Ρώτησε κάποιος το Σωκράτη πώς θα μπορούσε να γίνει πλούσιος και ο Σωκράτης τού απάντησε: «αν γίνεις φτωχός στις επιθυμίες».
Οι πρόγονοί μας, οι παππούδες μας, ακόμα και οι πατεράδες μας ακολουθούσαν τη σοφή συμβουλή του Σωκράτη. Με την ολιγάρκεια και την εργατικότητά τους κατάφεραν να δημιουργήσουν τον «άριστον οίκον», ο οποίος κατά τον άλλο μεγάλο σοφό, τον Πιττακό το Μυτιληναίο, είναι «ο των περισσών μηδενός δεόμενος και των αναγκαίων μηδενός ενδεόμενος».
Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες ο πολύς κόσμος δεν ήξερε από πριμ, επιδοτήσεις, κοινοτικές ενισχύσεις ή αποζημιώσεις, ούτε βέβαια για πλαστικό χρήμα και πιστωτικές κάρτες. Όσο για τα τραπεζικά δάνεια αυτά ήταν για εκείνους που είχαν μπάρμπα στην Κορώνη ή μπάρμπα τραπεζίτη· άλλωστε οι πόρτες των τραπεζών, όπως και οι πόρτες των άλλων άντρων της εξουσίας, για τον απλό λαό ήταν επίφοβες, φαρδιές στο έμπα και στενές στο έβγα. Έτσι πορεύονταν στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις και σύμφωνα με την αρχή «κατά το πάπλωμα και το άπλωμα».
Άμα ήταν πολλά τα «μπερεκέτια» έραβαν και κανένα καλό κουστούμι από... ρετσίνα· όταν όμως ήταν λίγο το «μαξούλι», περνούσαν και με τα παλιά, με τα υφαντά ή με όσα έπλεκε στο χέρι η καλή νοικοκυρά.
Όποιος ήταν καλός δουλευτής και «οικονόμος» είχε εξασφαλισμένο το καθημερινό του· περπατούσε με το κεφάλι ψηλά και είχε το σεβασμό της κοινωνίας· αντίθετα, ο οκνός κι «αδιαφόρετος» ήταν «χαμένο κορμί», βάρος στην οικογένειά του και στην κοινωνία, «άχθος αρούρης», όπως έλεγαν οι αρχαίοι.
Λιγοστά τα υλικά αγαθά, λιτή κι απλή η ζωή τους· πλούσια όμως σε αισθήματα. Λειτουργούσαν ακόμα και οι πέντε αισθήσεις των ανθρώπων και η ψυχή τους ήταν γεμάτη από τα συναισθήματα που γεννούσε η συν-ομιλία με τους συνανθρώπους, με τη φύση και με το «θεό».
Ύστερα ήρθε ο «χαλαστής» της παλιάς ζωής. Στο ένα χέρι κρατούσε τη μαγική οθόνη και στ’ άλλο το εύκολο χρήμα.
Τα καινούργια πρότυπα της ζωής που προβάλλονταν μέσα από την τηλεόραση θάμπωσαν τα μάτια και το μυαλό· και με το χρήμα που άρχισε να ρέει άφθονο από την Ευρώπη αναποδογύρισαν το αξιακό σύστημα, που είχε χτιστεί από τις παλιότερες γενιές.
Το χρήμα εγκαταστάθηκε ως η υπέρτατη αξία, στα μυαλά των ανθρώπων, το μοναδικό κλειδί που άνοιγε τις πόρτες του «παραδείσου», της «μεγάλης ζωής», που προκαλούσε και τους καλούσε από τους δέκτες των τηλεοράσεων.
Η παιδεία μας και ό,τι αποτελούσε την παράδοσή μας αποδείχτηκαν σαθρά υλικά που κονιορτοποιήθηκαν κάτω από την ακτινοβολία ενός πολιτισμού που ερχόταν απ’ έξω και υποσχόταν μια πλούσια ζωή, χωρίς μέτρο, ηθικούς περιορισμούς και συναισθηματικές δεσμεύσεις. Ό,τι απέμεινε από την κληρονομιά της παλιάς ζωής κατάντησε μια γραφική «φολκλορική εικόνα» για τουριστική αξιοποίηση.
Οι ανατροπές της κοινωνίας μας ήταν συθέμελες. Μια καινούργια «αριστοκρατία» νεόπλουτων αναδύθηκε με την ένταξή μας στην Ευρώπη. Μεγαλοεργολάβοι και μεγαλοκομπιναδόροι στην είσπραξη των επιδοτήσεων, ψευτοεπενδυτές επιδοτούμενοι από τα πλουτοφόρα ευρωπαϊκά προγράμματα και λαμόγια αγροτοπατέρες, μιζαδόροι και μεσάζοντες, εκβιαστές με τα «φακελάκια» και τα «γρηγορόσημα», κουμπάροι της εξουσίας, κυριλάτοι φοροκλέφτες και φοροφυγάδες «σκαφάτοι» και «υπεράκτιοι», μικροί και μεγάλοι του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα με τα μικρά ή μεγάλα κουτάλια στο διακομματικό φαγοπότι.
Κι από πίσω ένας ολόκληρος λαός που μυρίστηκε την... τσίκνα και απαιτούσε το δικό του «λουφέ»: «δώσε και σε μένα μπάρμπα»! Και το ένοχο κράτος να μοιράζει τσάμπα χρήμα σε άχρηστες υπηρεσίες, κεντρικοί και τοπικοί άρχοντες να ψηφοθηρούν ταΐζοντας την μπλεμπάγια με άρτον και θεάματα. Ώσπου φάνηκε ο πάτος του βαρελιού!
Και τώρα τι θα κάνουμε; Πώς θα βγούμε από το πηγάδι που πέσαμε «τυφλός, τυφλόν οδηγώντας»;
Κάποιοι είναι αισιόδοξοι πως τα «μέτρα» θα αποδώσουν. Ίσως, εάν τα μέτρα μας βοηθήσουν να ξαναβρούμε το μέτρο που χάσαμε, μαζί με την «οικοσκευή» των προγόνων μας που πετάξαμε σαν περιττή παλιατζούρα στη χωματερή.
Ίσως, εάν καταλάβουμε πως πριν από τη οικονομική μας χρεωκοπία, χρεωκόπησε ολάκερος ο πολιτισμός μας. Εάν ψάξουμε στα χαλάσματα που αφήσαμε πίσω μας μέσα στο νεοπλουτίστικο μεθύσι μας, ίσως βρούμε τα χαμένα κλειδιά του μέλλοντός μας.
Όποιος ήταν καλός δουλευτής και «οικονόμος» είχε εξασφαλισμένο το καθημερινό του· περπατούσε με το κεφάλι ψηλά και είχε το σεβασμό της κοινωνίας· αντίθετα, ο οκνός κι «αδιαφόρετος» ήταν «χαμένο κορμί», βάρος στην οικογένειά του και στην κοινωνία, «άχθος αρούρης», όπως έλεγαν οι αρχαίοι.
Λιγοστά τα υλικά αγαθά, λιτή κι απλή η ζωή τους· πλούσια όμως σε αισθήματα. Λειτουργούσαν ακόμα και οι πέντε αισθήσεις των ανθρώπων και η ψυχή τους ήταν γεμάτη από τα συναισθήματα που γεννούσε η συν-ομιλία με τους συνανθρώπους, με τη φύση και με το «θεό».
Ύστερα ήρθε ο «χαλαστής» της παλιάς ζωής. Στο ένα χέρι κρατούσε τη μαγική οθόνη και στ’ άλλο το εύκολο χρήμα.
Τα καινούργια πρότυπα της ζωής που προβάλλονταν μέσα από την τηλεόραση θάμπωσαν τα μάτια και το μυαλό· και με το χρήμα που άρχισε να ρέει άφθονο από την Ευρώπη αναποδογύρισαν το αξιακό σύστημα, που είχε χτιστεί από τις παλιότερες γενιές.
Το χρήμα εγκαταστάθηκε ως η υπέρτατη αξία, στα μυαλά των ανθρώπων, το μοναδικό κλειδί που άνοιγε τις πόρτες του «παραδείσου», της «μεγάλης ζωής», που προκαλούσε και τους καλούσε από τους δέκτες των τηλεοράσεων.
Η παιδεία μας και ό,τι αποτελούσε την παράδοσή μας αποδείχτηκαν σαθρά υλικά που κονιορτοποιήθηκαν κάτω από την ακτινοβολία ενός πολιτισμού που ερχόταν απ’ έξω και υποσχόταν μια πλούσια ζωή, χωρίς μέτρο, ηθικούς περιορισμούς και συναισθηματικές δεσμεύσεις. Ό,τι απέμεινε από την κληρονομιά της παλιάς ζωής κατάντησε μια γραφική «φολκλορική εικόνα» για τουριστική αξιοποίηση.
Οι ανατροπές της κοινωνίας μας ήταν συθέμελες. Μια καινούργια «αριστοκρατία» νεόπλουτων αναδύθηκε με την ένταξή μας στην Ευρώπη. Μεγαλοεργολάβοι και μεγαλοκομπιναδόροι στην είσπραξη των επιδοτήσεων, ψευτοεπενδυτές επιδοτούμενοι από τα πλουτοφόρα ευρωπαϊκά προγράμματα και λαμόγια αγροτοπατέρες, μιζαδόροι και μεσάζοντες, εκβιαστές με τα «φακελάκια» και τα «γρηγορόσημα», κουμπάροι της εξουσίας, κυριλάτοι φοροκλέφτες και φοροφυγάδες «σκαφάτοι» και «υπεράκτιοι», μικροί και μεγάλοι του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα με τα μικρά ή μεγάλα κουτάλια στο διακομματικό φαγοπότι.
Κι από πίσω ένας ολόκληρος λαός που μυρίστηκε την... τσίκνα και απαιτούσε το δικό του «λουφέ»: «δώσε και σε μένα μπάρμπα»! Και το ένοχο κράτος να μοιράζει τσάμπα χρήμα σε άχρηστες υπηρεσίες, κεντρικοί και τοπικοί άρχοντες να ψηφοθηρούν ταΐζοντας την μπλεμπάγια με άρτον και θεάματα. Ώσπου φάνηκε ο πάτος του βαρελιού!
Και τώρα τι θα κάνουμε; Πώς θα βγούμε από το πηγάδι που πέσαμε «τυφλός, τυφλόν οδηγώντας»;
Κάποιοι είναι αισιόδοξοι πως τα «μέτρα» θα αποδώσουν. Ίσως, εάν τα μέτρα μας βοηθήσουν να ξαναβρούμε το μέτρο που χάσαμε, μαζί με την «οικοσκευή» των προγόνων μας που πετάξαμε σαν περιττή παλιατζούρα στη χωματερή.
Ίσως, εάν καταλάβουμε πως πριν από τη οικονομική μας χρεωκοπία, χρεωκόπησε ολάκερος ο πολιτισμός μας. Εάν ψάξουμε στα χαλάσματα που αφήσαμε πίσω μας μέσα στο νεοπλουτίστικο μεθύσι μας, ίσως βρούμε τα χαμένα κλειδιά του μέλλοντός μας.
*http://www.emprosnet.gr/Opinions/articles/?EntityID=72c813d9-68ba-4c67-bafd-d3108292ad6a
14/04/2010